μυριοπονώ

μυριοπονώ
μυριοπονῶ (Μ)
1. πονώ, υποφέρω ψυχικά πάρα πολύ
2. (η μτχ. παθ. ενεστ.) μυριοπονεμένος, -η, -ον
α) πάρα πολύ πονεμένος
β) αυτός που προξενεί πάρα πολλούς πόνους, βασανιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + πονῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”